- σανφασόν
- επίρρ. (λ. γαλλ.), χωρίς να τηρούνται οι τύποι, χωρίς τάξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.